λίθινοι

λίθινοι
λίθινος
made of stone
masc nom/voc pl
λίθινος
made of stone
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Φαίστος — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… …   Dictionary of Greek

  • Φαιστός — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… …   Dictionary of Greek

  • κύρβεις — Ξύλινοι πίνακες πάνω στους οποίους ήταν γραμμένοι οι νόμοι του Σόλωνα. Ήταν συνολικά τέσσερις, καθένας από τους οποίους στηριζόταν σε κεντρικό άξονα σχηματίζοντας παραλληλόγραμμο. Έτσι, όποιος ήθελε, διάβαζε τους νόμους, γυρίζοντας απλώς τον… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάντερ του Άμπινγκτον — (Alexander of Abingdon, τέλη 13ου – αρχές 14ου αι.). Άγγλος γλύπτης. Συνεργάστηκε με τον Στάνγουελ Τζορτζ και τον αρχιτέκτονα Μιχαήλ της Κανταβρυγίας. Άσκησε μεγάλη επιρροή στη γλυπτική της εποχής του και επονομάστηκε Imaginator (επινοητικός) για …   Dictionary of Greek

  • αρχαϊκή τέχνη — Ο όρος α.τ. (από τη λέξη αρχή)δόθηκε στην ελληνική τέχνη του 7ου και 6ου αι. π.Χ., όταν δεν ήταν ακόμα γνωστή η γεωμετρική τέχνη που προηγήθηκε· οπωσδήποτε, όμως, αποτελεί κάτι νέο στον ελληνικό κόσμο. Καμιά εποχή δεν έδωσε στην ελληνική τέχνη… …   Dictionary of Greek

  • ελλαδικός πολιτισμός — Πολιτισμός που άκμασε στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά την περίοδο του χαλκού. Η περίοδος αυτή άρχισε περίπου από το 2800 π.Χ. και συνεχίστηκε έως το τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. Η τελευταία της φάση, η υστεροελλαδική (1580 1100 π.Χ.), ταυτίστηκε με… …   Dictionary of Greek

  • Θέρμος ή Θέρμο — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψομ. 360 μ., 1.898 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Θέρμου. Κοντά στον οικισμό, στο οροπέδιο κάτω από το βουνό Μέγας Λάκκος βρίσκονται τα ερείπια του αρχαίου Θ.… …   Dictionary of Greek

  • μοναστήρι ή μονή — Συγκρότημα κτιρίων διατεταγμένων γύρω από έναν ναό και προορισμένων να εξυπηρετήσουν τη διαμονή και τη διαβίωση των μοναχών. Τα μ. εμφανίζονται από τους πρώτους ήδη αιώνες του χριστιανισμού· αναφέρονται συγκεντρώσεις μοναχών, ασκητών ή αναχωρητών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”